ονοσκελίς

ονοσκελίς
ὀνοσκελίς, -ίδος, ἡ (Α)
(ως προσωνυμία τής Εμπούσης) αυτή που έχει σκέλη όνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + σκέλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὀνοσκελίς — she with the ass s legs fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνοσκελίδα — ὀνοσκελίς she with the ass s legs fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνοσκελίδας — ὀνοσκελίς she with the ass s legs fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανασκελάς — ο (Μ ἀνασκελάς) γαϊδουροπόδαρος, δαιμονικό που φανερώνεται τη νύχτα προχωρώντας με ανοιχτό διασκελισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβ. ετυμολ. Πιθ. προέρχεται από το αρχ. ονοσκελίς και ανήκει στις λέξεις εκείνες στις οποίες παρετυμολογικά εισάγεται πρόθεση (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • ονοσκελώ — ὀνοσκελώ, οῡς, ἡ (Α) ονοσκελίς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + σκέλος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”